pre·cise

[pri-sahys],adjective

1.definitely or strictly stated, defined, or fixed: precise directions.
2.being exactly that and neither more nor less: a precise temperature; a precise amount.
3.being just that and no other: the precise dress she had wanted.
4.definite or exact in statement, as a person.
5.carefully distinct: precise articulation.

pan·go·lin

[pang-guh-lin, pang-goh-],noun

any mammal of the order Pholidota, of Africa and tropical Asia, having a covering of broad, overlapping, horny scales and feeding on ants and termites.

Από ale3andro

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.